- σεκουέντσα
- η, Ν1. μουσ. μελωδικό ή ρυθμικό καλλωπιστικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε ένα νέο τονικό ύψος, παρέχοντας έτσι συνοχή στο μουσικό υλικό και αναπτύσσοντάς το2. φρ. α) «ακριβής σεκουέντσα»μουσ. σεκουέντσα που είναι πιστή επανάληψη τής προηγούμενηςβ) «τονική σεκουέντσα»μουσ. σεκουέντσα που τροποποιείται για να προσαρμοστεί στην τονικότητα τής σύνθεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sequenza (< λατ. sequor «ακολουθώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.